θειόχρους

θειόχρους
-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα τού θείου, τού θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραμφαστός — (ramphastos). Λέγεται και ραμφαστής. Δρυοκολαπτόμορφο πουλί της οικογένειας των ραμφαστιδών. Είναι αναρριχητικό πουλί που περιλαμβάνει διάφορα είδη της Νότιας Αμερικής. Μερικά από τα είδη αυτά είναι ο ρ. ο κυβέριος, ο ρ. ο τόκος, ο αυλοκόρυγχος ο …   Dictionary of Greek

  • αετορραφίδα — Ονομασία 50 ειδών ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, ιθαγενών της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι πλατιά και ωοειδή και τα άνθη τους γαλάζια ή μοβ και σπανιότερα ροζ ή λευκά. Καλλιεργούνται …   Dictionary of Greek

  • ακουιλεγία — (aquilegia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών, που περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά ποώδη και πολυετή. Τα φύλλα τους είναι πλατιά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”